φιλάλῡπος

φιλάλῡπος
φιλ-ά-λῡπος, Schmerzlosigkeit liebend, gern ohne Schmerz, Kummer

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλάλυπος — ον, Α αυτός που αγαπά την χωρίς λύπες ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄλυπος «ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλάλυπον — φιλάλυπος liking to be free from pain masc/fem acc sg φιλάλυπος liking to be free from pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”